-
1 μετρον
τό1) мерило, измерительная линейкаμ. ἐν χερσὴν ἔχοντες Hom. — с измерительной линейкой в руках
2) единица измерения, мера емкости(ὕδατος εἴκοσι μέτρα Hom.)
3) мера, критерий(μ. οὐχ ἥ ψυχή, ἀλλὰ ὅ νόμος Xen.; φησὴ - ὅ Πρωταγόρας - πάντων χρημάτων μ. ἄνθρωπον εἶναι Plat.)
(μέτρα κελεύθου Hom.; εἰδέναι τέν χώραν μέτρῳ καὴ τόπῳ Xen.)
μέτρα θαλάσσης Hes. — морские просторы;ὅρμου μ. Hom. — обширный порт;μέτρα μορφῆς Eur. — внешние очертания, внешность5) (должная) мера, надлежащая степеньἐκ μέτρου NT. — в меру, т.е. расчетливо;μέτρα φυλάσσεσθαι Hes. — соблюдать (во всем) меру;μ. ἔχειν Plat. — умерять6) полная мера, высшая степень(κακότητος Soph.)
μ. ἥβης Hom. — расцвет молодости7) стих. размер(τὸ μέλος καὴ ὅ ῥυθμὸς καὴ τὸ μ. Plat.; τὰ ἐν μέτρῳ πεποιημένα ἔπη Xen.)
8) pl. стихи(τῶν μέτροιν ἀκοῦσαι Plat.)
-
2 κελευθος
ἥ (pl. αἱ κέλευθοι и τὰ κέλευθα)1) путь, дорогаμέτρα κελεύθου Hom. — длина пути;
διαπρήσσουσα κέλευθον Hom. — совершая (свой) путь;ἄρκτου στροφάδες κέλευθοι Soph. — круговращения созвездия Медведицы2) расстояние(πολλά Soph.)
3) поход(κέλευθος καὴ στρατευμ΄ ἐφ΄ Ἑλλάδα Aesch.)
4) перен. путь, ход(ζωᾶς Pind.; βίου Eur.)
5) движение, поступь, походка(λύκου Eur.)
δι΄ ἀψόφου κελεύθου Eur. — таинственным путем (досл. бесшумным движением)
См. также в других словарях:
πέτασμα — Στη φυσική ονομάζεται έτσι κάθε διάταξη η οποία εμποδίζει ή περιορίζει τις ηλεκτρικές ή μαγνητικές δράσεις και τις σωματιδιακές ή ηλεκτρομαγνητικές ακτινοβολίες να διαδοθούν προς ορισμένη κατεύθυνση του διαστήματος. Ανάλογα με τους σκοπούς για… … Dictionary of Greek